- τραβέα
- τραβέᾱ , τραβέαtrabeafem nom/voc/acc dualτραβέᾱ , τραβέαtrabeafem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραβέα — και τραβαία, ἡ, ΜΑ η περιπόρφυρη τήβεννος ανώτατων αξιωματούχων τής Ρώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. trabea «πορφυρή τήβεννος»] … Dictionary of Greek
τραβέας — τραβέᾱς , τραβέα trabea fem acc pl τραβέᾱς , τραβέα trabea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβέαι — τραβέᾱͅ , τραβέα trabea fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβέαν — τραβέᾱν , τραβέα trabea fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραβαία — ἡ, Μ βλ. τραβέα … Dictionary of Greek